- ραδιοπειρατής
- ο, Νο κάτοχος παράνομου ραδιοφωνικού πομπού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ραδιοπειρατικός — ή, ό, Ν [ραδιοπειρατής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ραδιοπειρατή ή στη ραδιοπειρατεία («ραδιοπειρατικός σταθμός») … Dictionary of Greek